ξεσκάω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεσκάω ( & ξεσκάζω & ξεσκάνω)
- κάνω κάτι που μου είναι ευχάριστο για να απαλλαγώ από ψυχικές πιέσεις, από το άγχος, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω, χαλαρώνω
- Πάμε μια βόλτα/σινεμά/να καπνίσουμε/να πιούμε ένα ποτό/στην πλατεία κ.λπ. να ξεσκάσουμε λιγάκι
Μεταφράσεις
ξεσκάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.