ξερόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξερόψωμο | τα | ξερόψωμα |
| γενική | του | ξερόψωμου | των | ξερόψωμων |
| αιτιατική | το | ξερόψωμο | τα | ξερόψωμα |
| κλητική | ξερόψωμο | ξερόψωμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξερόψωμο < ξερό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ξερόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία)
Μεταφράσεις
ξερόψωμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.