ξεροτήγανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεροτήγανο | τα | ξεροτήγανα |
| γενική | του | ξεροτήγανου | των | ξεροτήγανων |
| αιτιατική | το | ξεροτήγανο | τα | ξεροτήγανα |
| κλητική | ξεροτήγανο | ξεροτήγανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τηγάνι
Μεταφράσεις
ξεροτήγανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.