ξεροστάλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεροστάλιασμα | τα | ξεροσταλιάσματα |
| γενική | του | ξεροσταλιάσματος | των | ξεροσταλιασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεροστάλιασμα | τα | ξεροσταλιάσματα |
| κλητική | ξεροστάλιασμα | ξεροσταλιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεροστάλιασμα < ξεροσταλιάζω
Ουσιαστικό
ξεροστάλιασμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η ξεκούραση (ξεραίνομαι, πλαγιάζω) των ζώων του κτηνοτρόφου στην στάμνη (άλλοτε και στάλη)
- το να μένεις πολλή ώρα ακίνητος σε έναν τόπο (π.χ. στη στάση λεωφορείου ή σε ένα ραντεβού όπου σε "στήνουν")
- το να περιμένεις με λαχτάρα κάτι που δεν λέει να έρθει
- τα κοριτσάκια ξεροσταλιάζουν για μερικούς σταρ του τραγουδιού ή του κινηματογράφου λες και υπάρχει περιπτωση να...
Μεταφράσεις
ξεροστάλιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.