ξεροκαταπίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεροκαταπίνω
- είμαι ασθενής και οι σιελογόνοι δεν παράγουν αρκετή σίελο ή εξαιτίας άλλης πάθησης καταπίνω διαρκώς και το στόμα μου έχει στεγνώσει
- (μεταφορικά) νιώθω αμήχανα, συνήθως επειδή είμαι προσβεβλημένος αλλά και για άλλους λόγους
- Ξέπεσαν οι μοσκομάγκες... πολλοι κάνουν θελήματα κι άλλοι έγιναν κοπέλια.Ξεροκαταπίνουν τη χολή τους, με το λίγο ζουμί τους βράζουνε ("Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου", του Γιάννη Σκαρίμπα)
| Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ξερωκαταπίνω | |
| Παρατατικός | ξεροκατάπινα | |
| Μέλλοντας Στ. και Διαρκ. | θα ξεροκαταπιώ -θα ξεροκαταπίνω | |
| Αόριστος | ξεροκατάπια | |
| Παρακείμενος | έχω ξεροκαταπιεί | |
| Υπερσυντέλικος | είχα ξεροκαταπιεί | |
| Μετοχή | ξεροκαταπίνοντας | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.