ξενύχιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενύχιασμα τα ξενυχιάσματα
      γενική του ξενυχιάσματος των ξενυχιασμάτων
    αιτιατική το ξενύχιασμα τα ξενυχιάσματα
     κλητική ξενύχιασμα ξενυχιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενύχιασμα < ξενυχιάζω

Ουσιαστικό

ξενύχιασμα ουδέτερο

  1. ο πόνος στα νύχια όταν κάποιος πατάει κατά λάθος το πόδι ενός άλλου
  2. βασανιστήριο και εξαγωγή νυχιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.