ξενύχιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξενύχιασμα | τα | ξενυχιάσματα |
| γενική | του | ξενυχιάσματος | των | ξενυχιασμάτων |
| αιτιατική | το | ξενύχιασμα | τα | ξενυχιάσματα |
| κλητική | ξενύχιασμα | ξενυχιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενύχιασμα < ξενυχιάζω
Ουσιαστικό
ξενύχιασμα ουδέτερο
- ο πόνος στα νύχια όταν κάποιος πατάει κατά λάθος το πόδι ενός άλλου
- βασανιστήριο και εξαγωγή νυχιών
Μεταφράσεις
ξενύχιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.