ξενυχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξενυχιάζω
- πατάω κάποιον στα νύχια και τον πονώ
- τον βασανίζω, του βγάζω τα νύχια
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξενυχιάζω | ξενύχιαζα | θα ξενυχιάζω | να ξενυχιάζω | ξενυχιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξενυχιάζεις | ξενύχιαζες | θα ξενυχιάζεις | να ξενυχιάζεις | ξενύχιαζε | |
| γ' ενικ. | ξενυχιάζει | ξενύχιαζε | θα ξενυχιάζει | να ξενυχιάζει | ||
| α' πληθ. | ξενυχιάζουμε | ξενυχιάζαμε | θα ξενυχιάζουμε | να ξενυχιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξενυχιάζετε | ξενυχιάζατε | θα ξενυχιάζετε | να ξενυχιάζετε | ξενυχιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξενυχιάζουν(ε) | ξενύχιαζαν ξενυχιάζαν(ε) |
θα ξενυχιάζουν(ε) | να ξενυχιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξενύχιασα | θα ξενυχιάσω | να ξενυχιάσω | ξενυχιάσει | ||
| β' ενικ. | ξενύχιασες | θα ξενυχιάσεις | να ξενυχιάσεις | ξενύχιασε | ||
| γ' ενικ. | ξενύχιασε | θα ξενυχιάσει | να ξενυχιάσει | |||
| α' πληθ. | ξενυχιάσαμε | θα ξενυχιάσουμε | να ξενυχιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξενυχιάσατε | θα ξενυχιάσετε | να ξενυχιάσετε | ξενυχιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξενύχιασαν ξενυχιάσαν(ε) |
θα ξενυχιάσουν(ε) | να ξενυχιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξενυχιάσει | είχα ξενυχιάσει | θα έχω ξενυχιάσει | να έχω ξενυχιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξενυχιάσει | είχες ξενυχιάσει | θα έχεις ξενυχιάσει | να έχεις ξενυχιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξενυχιάσει | είχε ξενυχιάσει | θα έχει ξενυχιάσει | να έχει ξενυχιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξενυχιάσει | είχαμε ξενυχιάσει | θα έχουμε ξενυχιάσει | να έχουμε ξενυχιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξενυχιάσει | είχατε ξενυχιάσει | θα έχετε ξενυχιάσει | να έχετε ξενυχιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξενυχιάσει | είχαν ξενυχιάσει | θα έχουν ξενυχιάσει | να έχουν ξενυχιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξενυχιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.