ξενοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξενοκρατία | οι | ξενοκρατίες |
| γενική | της | ξενοκρατίας | των | ξενοκρατιών |
| αιτιατική | την | ξενοκρατία | τις | ξενοκρατίες |
| κλητική | ξενοκρατία | ξενοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενοκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξενοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
ξενοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.