ξεμοναχιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμοναχιάζω < ξε- + μονάχος + -ιάζω

Ρήμα

ξεμοναχιάζω, πρτ.: ξεμονάχιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεμοναχιάσω, αόρ.: ξεμονάχιασα, παθ.φωνή: ξεμοναχιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεμοναχιασμένος

  • απομακρύνω κάποιον από τους άλλους ανθρώπους επιδιώκοντας να βρεθώ μόνος μαζί του

Συγγενικά


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.