ξεμεσημέριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμεσημέριασμα τα ξεμεσημεριάσματα
      γενική του ξεμεσημεριάσματος των ξεμεσημεριασμάτων
    αιτιατική το ξεμεσημέριασμα τα ξεμεσημεριάσματα
     κλητική ξεμεσημέριασμα ξεμεσημεριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεμεσημέριασμα < ξεμεσημεριάζω + -μα < ξε- + μεσημεριάζω

Ουσιαστικό

ξεμεσημέριασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.