ξεκούτιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκούτιασμα τα ξεκουτιάσματα
      γενική του ξεκουτιάσματος των ξεκουτιασμάτων
    αιτιατική το ξεκούτιασμα τα ξεκουτιάσματα
     κλητική ξεκούτιασμα ξεκουτιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκούτιασμα < ξεκουτιάζω + -μα

Ουσιαστικό

ξεκούτιασμα ουδέτερο

  • η απώλεια των πνευματικών ικανοτήτων συνήθως μετά την τρίτη ηλικία και συχνά κατά την τέταρτη

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.