ξεθύμασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεθύμασμα | τα | ξεθυμάσματα |
| γενική | του | ξεθυμάσματος | των | ξεθυμασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεθύμασμα | τα | ξεθυμάσματα |
| κλητική | ξεθύμασμα | ξεθυμάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεθύμασμα < ξεθυμαίνω
Ουσιαστικό
ξεθύμασμα ουδέτερο (σύνηθες στον ενικό)
- το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, η εκτόνωση ή η απώλεια της σπιρτάδας και του κινήτρου ενδιαφέροντος
- το ξεθύμασμα του κινήματος των Αγανακτισμένων
- το ξεθύμασμα του έρωτα, της μπύρας, του πάθους, της ορμής
Μεταφράσεις
ξεθύμασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.