ξαρμάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαρμάτωμα | τα | ξαρματώματα |
| γενική | του | ξαρματώματος | των | ξαρματωμάτων |
| αιτιατική | το | ξαρμάτωμα | τα | ξαρματώματα |
| κλητική | ξαρμάτωμα | ξαρματώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαρμάτωμα < ξαρματώνω
Ουσιαστικό
ξαρμάτωμα ουδέτερο (πιο σύνηθες στον ενικό)
- η αφαίρεση των όπλων, ο αφοπλισμός
- (μεταφορικά) η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος τον αγώνα και να ζήσει ειρηνικά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξαρμάτωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.