ξαρματώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαρματώνω < μεσαιωνική ελληνική < ξε και αρχαία ελληνική πολεμικό ἅρμα

Ρήμα

ξαρματώνω και ξαρματώνομαι

  • αφοπλίζω κάποιον (με αντικείμενο) ή αφοπλίζομαι με δική μου βούληση
  • Όλους μας έκαμαν άτιμους κι άναντρους και μας ξαρματώνουν με την δύναμή τους και μας κάνουν γυναίκες. Και τις γυναίκες άντρες και φρουρά της Κυβέρνησής μας. Τα σπαθιά των μπακάληδων φυλάνε την Κυβέρνησίν μας, το σπαθί του Νότη Μπότζαρη, του Φωτομάρα, του Κριτζώτη κι αλλουνών πολλών αγωνιστών τα ‘χετε πεταμένα μέσα -εις τα υπόγεια των Βενετζάνων- σπαθιά μας και ντουφέκια μας και πιστιόλες μας. (στρατηγός Μακρυγιάννης)

Συγγενικά

Ενεργητικό

Μεσοπαθητικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.