ξανάνιωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξανάνιωμα | τα | ξανανιώματα |
| γενική | του | ξανανιώματος | των | ξανανιωμάτων |
| αιτιατική | το | ξανάνιωμα | τα | ξανανιώματα |
| κλητική | ξανάνιωμα | ξανανιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξανάνιωμα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ξανάνιωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.