ξέκωλο
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
| γενική | του | ξέκωλου | των | ξέκωλων |
| αιτιατική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
| κλητική | ξέκωλο | ξέκωλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξέκωλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξέκωλο ουδέτερο (χυδαίο)
- γυναίκα ασυγκράτητη ερωτικά με διάφορα άτομα
- χαρακτηρισμός γυναίκας που είναι ντυμένη με υπερβολικά προκλητικά ρούχα
- (κατ’ επέκταση) ρούχο πολύ προκλητικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.