slag

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

slag (en)

  1. άχρηστο αφρώδες-υαλοπετρώδες παραπροϊόν εξαγωγής μετάλλου από λιωμένο ορυκτό
  2. ξέκωλο

  • slag στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • smelt

Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

slag (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.