ξάνοιγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάνοιγμα | τα | ξανοίγματα |
| γενική | του | ξανοίγματος | των | ξανοιγμάτων |
| αιτιατική | το | ξάνοιγμα | τα | ξανοίγματα |
| κλητική | ξάνοιγμα | ξανοίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάνοιγμα < μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)
Ουσιαστικό
ξάνοιγμα ουδέτερο
- η έκθεση σε μεγαλύτερους κινδύνους
- Τι τα θες τα ξανοίγματα στο μαγαζί τέτοιες εποχές;
- η αλλαγή χρώματος σε κάτι πιο ανοιχτό, συνήθως για τα μαλλιά
Μεταφράσεις
ξάνοιγμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.