νῆττα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νῆττ αἱ νῆτται
      γενική τῆς νήττης τῶν νηττῶν
      δοτική τῇ νήττ ταῖς νήτταις
    αιτιατική τὴν νῆττᾰν τὰς νήττᾱς
     κλητική ! νῆττ νῆτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νήττ
γεν-δοτ τοῖν  νήτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νῆττα < *νατ-jα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énh₂ts (πάπια). Συγγενή: λιθουανική ántis, λατινική anas (< ισπανική ánade), νεολατινικά: το ταξινομικό γένος Netta και δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη *h₂énh₂ts στο αγγλικό Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

  • (πτηνό) η πάπια (αττικός τύπος)

  • ιωνικός τύπος: νῆσσα
  • βοιωτικός τύπος: νᾶσσα

Παράγωγα

με νηττ- (ή και με νησσ-)

  • νηττάριον / νησσάριον
  • νηττίον / νησσίον
  • νηττοκτόνος
  • νηττοφόνος / νησσοφόνος
  • νηττοφύλαξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.