νῆττα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | νῆττᾰ | αἱ | νῆτται |
| γενική | τῆς | νήττης | τῶν | νηττῶν |
| δοτική | τῇ | νήττῃ | ταῖς | νήτταις |
| αιτιατική | τὴν | νῆττᾰν | τὰς | νήττᾱς |
| κλητική ὦ! | νῆττᾰ | νῆτται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νήττᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νήτταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νῆττα < *νατ-jα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énh₂ts (πάπια). Συγγενή: λιθουανική ántis, λατινική anas (< ισπανική ánade), νεολατινικά: το ταξινομικό γένος Netta και δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη *h₂énh₂ts στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
- (πτηνό) η πάπια (αττικός τύπος )
- ιωνικός τύπος : νῆσσα
- βοιωτικός τύπος : νᾶσσα
Παράγωγα
με νηττ- (ή και με νησσ-)
- νηττάριον / νησσάριον
- νηττίον / νησσίον
- νηττοκτόνος
- νηττοφόνος / νησσοφόνος
- νηττοφύλαξ
Πηγές
- νῆττα, νῆσσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.