νότισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νότισμα τα νοτίσματα
      γενική του νοτίσματος των νοτισμάτων
    αιτιατική το νότισμα τα νοτίσματα
     κλητική νότισμα νοτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νότισμα < νοτίζω + -μα

Ουσιαστικό

νότισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.