νυχτοκόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νυχτοκόπημα | τα | νυχτοκοπήματα |
| γενική | του | νυχτοκοπήματος | των | νυχτοκοπημάτων |
| αιτιατική | το | νυχτοκόπημα | τα | νυχτοκοπήματα |
| κλητική | νυχτοκόπημα | νυχτοκοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νυχτοκόπημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.