νυχοκόπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νυχοκόπτης | οι | νυχοκόπτες |
| γενική | του | νυχοκόπτη | των | νυχοκοπτών |
| αιτιατική | τον | νυχοκόπτη | τους | νυχοκόπτες |
| κλητική | νυχοκόπτη | νυχοκόπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
