νυχοκόπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυχοκόπτης οι νυχοκόπτες
      γενική του νυχοκόπτη των νυχοκοπτών
    αιτιατική τον νυχοκόπτη τους νυχοκόπτες
     κλητική νυχοκόπτη νυχοκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχοκόπτης < νύχι + κόβω

Ουσιαστικό

Νυχοκόπτης(1)

νυχοκόπτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.