ντιρεκτίβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντιρεκτίβα οι ντιρεκτίβες
      γενική της ντιρεκτίβας
    αιτιατική την ντιρεκτίβα τις ντιρεκτίβες
     κλητική ντιρεκτίβα ντιρεκτίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντιρεκτίβα < λείπει η ετυμολογία [1]

Ουσιαστικό

ντιρεκτίβα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.