ντεϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντεϊστής οι ντεϊστές
      γενική του ντεϊστή των ντεϊστών
    αιτιατική τον ντεϊστή τους ντεϊστές
     κλητική ντεϊστή ντεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντεϊστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ντεϊστής αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.