θεϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεϊστής οι θεϊστές
      γενική του θεϊστή των θεϊστών
    αιτιατική τον θεϊστή τους θεϊστές
     κλητική θεϊστή θεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεϊστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θεϊστής αρσενικό

  • (θρησκεία, μεταφυσική) άτομο που πιστεύει σε θεό, θεούς ή θεία φύση (διότι πχ. πολλοί Βουδιστές δεν αποδέχονται κάποιο προσωπικό θεό, τέτοιες δοξασίες δεν αφορούν όμως μόνο τον Βουδισμό)
    • Ο θεϊστής δύσκολα αλλάζει ή απορρίπτει τον θεό του. Αντίθετα η κοινωνία μέσω της ανανέωσης των γενεών και της μετανάστευσης μεταβάλλει τις ποσοστώσεις των περί μεταφυσικής («περί» μεταφυσικής διότι υπάρχουν και άθρησκοι) πεποιθήσεων.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.