ντεμπούτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντεμπούτο | τα | ντεμπούτα |
| γενική | του | ντεμπούτου | των | ντεμπούτων |
| αιτιατική | το | ντεμπούτο | τα | ντεμπούτα |
| κλητική | ντεμπούτο | ντεμπούτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντεμπούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική debutto
Ουσιαστικό
ντεμπούτο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.