νταϊλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταϊλίκι τα νταϊλίκια
      γενική του νταϊλικιού των νταϊλικιών
    αιτιατική το νταϊλίκι τα νταϊλίκια
     κλητική νταϊλίκι νταϊλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νταϊλίκι <  δείτε τη λέξη νταηλίκι

Προφορά

ΔΦΑ : /da.iˈli.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νταϊλίκι

Ουσιαστικό

νταϊλίκι ουδέτερο

  • άλλη γραφή του νταηλίκι
      Νεαρός Καλιφορνέζος καταλήγει φιλοξενούμενος στο σπίτι των θείων του στο Οχάιο και έρχεται αντιμέτωπος με νταϊλίκι στο νέο του σχολείο, μέχρι που γίνονται αντιληπτές οι ικανότητές του στο ρόλερμπλεϊντ (* εφημερίδα Έθνος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.