νταμαρτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νταμαρτζής | οι | νταμαρτζήδες |
| γενική | του | νταμαρτζή | των | νταμαρτζήδων |
| αιτιατική | τον | νταμαρτζή | τους | νταμαρτζήδες |
| κλητική | νταμαρτζή | νταμαρτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νταμαρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική damarcı + -ς. Δείτε και νταμάρι
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νταμαρτζής
|
→ δείτε τη λέξη λατόμος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.