ντάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντάνα | οι | ντάνες |
| γενική | της | ντάνας | των | ντανών |
| αιτιατική | την | ντάνα | τις | ντάνες |
| κλητική | ντάνα | ντάνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tana < λατινική subtana < subtus < sub < πρωτοϊταλική *supo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upó (ὑπό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.