κωδικόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωδικόνιο τα κωδικόνια
      γενική του κωδικονίου
& κωδικόνιου
των κωδικονίων
    αιτιατική το κωδικόνιο τα κωδικόνια
     κλητική κωδικόνιο κωδικόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωδικόνιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κωδικόνιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • αντικωδικόνιο
  • αντικωδόνιο

  • How do genes direct the production of proteins? - GHR
  • tRNA

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.