κωδικόνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κωδικόνιο | τα | κωδικόνια |
| γενική | του | κωδικονίου & κωδικόνιου |
των | κωδικονίων |
| αιτιατική | το | κωδικόνιο | τα | κωδικόνια |
| κλητική | κωδικόνιο | κωδικόνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωδικόνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κωδικόνιο ουδέτερο
- (βιολογία) μια αλληλουχία τριών νουκλεοτιδίων RNA που αντιστοιχούν σε ένα αμινοξύ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- αντικωδικόνιο
- αντικωδόνιο
- How do genes direct the production of proteins? - GHR
- tRNA
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.