νιαούρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιαούρισμα τα νιαουρίσματα
      γενική του νιαουρίσματος των νιαουρισμάτων
    αιτιατική το νιαούρισμα τα νιαουρίσματα
     κλητική νιαούρισμα νιαουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιαούρισμα < νιαουρίζω νιαουρισ- + -μα

Ουσιαστικό

νιαούρισμα ουδέτερο

  • (φωνή ζώου) ο ήχος της γάτας
  • (μεταφορικά, μειωτικό) εκνευριστική ομιλία ή κλάμα που μοιάζει με φωνή γάτας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.