νιάου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νιάου < ηχομιμητική λέξη

Επιφώνημα

νιάου! άκλιτο

  • γαβ γαβ!

Ουσιαστικό

νιάου ουδέτερο άκλιτο

  • το νιαούρισμα
    άκουσα ένα νιάου, κι αυτό το νιάου ήταν τόσο παραπονεμένο, που το μάζεψα στο σπίτι το γατί

Συνώνυμα

  • συγκριτικά σπανιότερο: μιάου
  • νιαρ, νιαρ νιαρ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.