slush

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

slush (en)

  1. το λασπόχιονο, το (συνήθως ακάθαρτο) μισολιωμένο χιόνι
  2. (μεταφορικά) γλυκανάλατος, υπερβολικά συναισθηματικός, το ακρατές και έντονο συναίσθημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.