slush

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
slush (en)
- το λασπόχιονο, το (συνήθως ακάθαρτο) μισολιωμένο χιόνι
- (μεταφορικά) γλυκανάλατος, υπερβολικά συναισθηματικός, το ακρατές και έντονο συναίσθημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.