νεόθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*νεόθρῐχ- νεότρῐχ-
ονομαστική / νεόθριξ οἱ/αἱ νεότριχες
      γενική τοῦ/τῆς νεότριχος τῶν νεοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ νεότριχ τοῖς/ταῖς νεότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νεότριχ τοὺς/τὰς νεότριχᾰς
     κλητική ! νεόθριξ νεότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεότριχε
γεν-δοτ τοῖν  νεοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεόθριξ (ελληνιστική κοινή) < νέ(ος) + -ό- + -θριξ

Ουσιαστικό

νεόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.