νεφροπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφροπάθεια οι νεφροπάθειες
      γενική της νεφροπάθειας των νεφροπαθειών
    αιτιατική τη νεφροπάθεια τις νεφροπάθειες
     κλητική νεφροπάθεια νεφροπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεφροπάθεια < νεφροπαθής

Ουσιαστικό

νεφροπάθεια θηλυκό

  • η παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την κακή λειτουργία ή την καταστροφή των νεφρών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.