νεφρίδιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νεφρίδιος | ἡ | νεφριδίᾱ | τὸ | νεφρίδιον |
| γενική | τοῦ | νεφριδίου | τῆς | νεφριδίᾱς | τοῦ | νεφριδίου |
| δοτική | τῷ | νεφριδίῳ | τῇ | νεφριδίᾳ | τῷ | νεφριδίῳ |
| αιτιατική | τὸν | νεφρίδιον | τὴν | νεφριδίᾱν | τὸ | νεφρίδιον |
| κλητική ὦ! | νεφρίδιε | νεφριδίᾱ | νεφρίδιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νεφρίδιοι | αἱ | νεφρίδιαι | τὰ | νεφρίδιᾰ |
| γενική | τῶν | νεφριδίων | τῶν | νεφριδίων | τῶν | νεφριδίων |
| δοτική | τοῖς | νεφριδίοις | ταῖς | νεφριδίαις | τοῖς | νεφριδίοις |
| αιτιατική | τοὺς | νεφριδίους | τὰς | νεφριδίᾱς | τὰ | νεφρίδιᾰ |
| κλητική ὦ! | νεφρίδιοι | νεφρίδιαι | νεφρίδιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεφριδίω | τὼ | νεφριδίᾱ | τὼ | νεφριδίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νεφριδίοιν | τοῖν | νεφριδίαιν | τοῖν | νεφριδίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεφρίδιος < αρχαία ελληνική νεφρός + -ίδιον
Επίθετο
νεφρῐ́διος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με τους νεφρούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νεφρός
Πηγές
- νεφρίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.