νευρίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευρίασμα τα νευριάσματα
      γενική του νευριάσματος των νευριασμάτων
    αιτιατική το νευρίασμα τα νευριάσματα
     κλητική νευρίασμα νευριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νευρίασμα < νευριάζω + -μα

Ουσιαστικό

νευρίασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.