νερόφιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νερόφιδο | τα | νερόφιδα |
| γενική | του | νερόφιδου | των | νερόφιδων |
| αιτιατική | το | νερόφιδο | τα | νερόφιδα |
| κλητική | νερόφιδο | νερόφιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νερόφιδο ουδέτερο
- νεροφίδα, μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας το οποίο βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια
-
νερόφιδο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.