νερολούλουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερολούλουδο τα νερολούλουδα
      γενική του νερολούλουδου των νερολούλουδων
    αιτιατική το νερολούλουδο τα νερολούλουδα
     κλητική νερολούλουδο νερολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερολούλουδο < νερο- + λουλούδ(ι) - -ο

Ουσιαστικό

νερολούλουδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.