νεράγκαθο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεράγκαθο | τα | νεράγκαθα |
| γενική | του | νεράγκαθου | των | νεράγκαθων |
| αιτιατική | το | νεράγκαθο | τα | νεράγκαθα |
| κλητική | νεράγκαθο | νεράγκαθα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Νεράγκαθο
του είδους Dipsacus fullonum.
του είδους Dipsacus fullonum.
Προφορά
- ΔΦΑ : /νeˈɾaŋ.ɡa.θo/
Ουσιαστικό
νεράγκαθο ουδέτερο
- (φυτό, καθομιλουμένη) φυτό του γένους Δίψακος, με πολλά είδη
- δίψακος, και γνάφος ή κνάφος
- γναφευτικός (ταξινομικό επίθετο)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.