νεοπλαστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεοπλαστία | οι | νεοπλαστίες |
| γενική | της | νεοπλαστίας | των | νεοπλαστιών |
| αιτιατική | τη | νεοπλαστία | τις | νεοπλαστίες |
| κλητική | νεοπλαστία | νεοπλαστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.o.plaˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐πλα‐στί‐α
Μεταφράσεις
νεοπλαστία
|
→ δείτε τη λέξη νεοπλασία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.