νεγκλιζέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νεγκλιζέ < γαλλική négligé

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɡliˈze/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεγκλιζέ

Ουσιαστικό

νεγκλιζέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ενδυμασία) ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα
  2. (ενδυμασία) διαφανής ρόμπα σκόπιμα ατημέλητη

Συνώνυμα

Επίθετο

νεγκλιζέ άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.