ναυπηγοξυλουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ναυπηγοξυλουργός | οι | ναυπηγοξυλουργοί |
| γενική | του | ναυπηγοξυλουργού | των | ναυπηγοξυλουργών |
| αιτιατική | τον | ναυπηγοξυλουργό | τους | ναυπηγοξυλουργούς |
| κλητική | ναυπηγοξυλουργέ | ναυπηγοξυλουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ναυπηγοξυλουργός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.