ναυλοτιμάριθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυλοτιμάριθμος οι ναυλοτιμάριθμοι
      γενική του ναυλοτιμάριθμου
& ναυλοτιμαρίθμου
των ναυλοτιμάριθμων
& ναυλοτιμαρίθμων
    αιτιατική τον ναυλοτιμάριθμο τους ναυλοτιμάριθμους
& ναυλοτιμαρίθμους
     κλητική ναυλοτιμάριθμε ναυλοτιμάριθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυλοτιμάριθμος < ναύλος + τιμάριθμος

Ουσιαστικό

ναυλοτιμάριθμος αρσενικό

  • (σπάνιο, ναυτικός όρος): ο τιμάριθμος των ελεύθερων ναύλων (εκτός ναυλολογίου), σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, μιας χρονικής περιόδου
    ο ναυλοτιμάριθμος αποτελεί άριστο στατιστικό εργαλείο πρόβλεψης ύφεσης ή εκτόξευσης των μεταφορών και διακρίνεται σε εγχώριο, ή διεθνή και ανάλογα με τα φορτία (ξηρά ή υγρά).

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.