ναυλομεσιτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυλομεσιτεία οι ναυλομεσιτείες
      γενική της ναυλομεσιτείας των ναυλομεσιτειών
    αιτιατική τη ναυλομεσιτεία τις ναυλομεσιτείες
     κλητική ναυλομεσιτεία ναυλομεσιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυλομεσιτεία < ναυλομεσίτης

Ουσιαστικό

ναυλομεσιτεία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): η προμήθεια του ναυλομεσίτη
    η ναυλομεσιτεία υπολογίζεται επί τοις εκατό του συμφωνηθέντος ναύλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.