ναυλαγορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυλαγορά | οι | ναυλαγορές |
| γενική | της | ναυλαγοράς | των | ναυλαγορών |
| αιτιατική | τη | ναυλαγορά | τις | ναυλαγορές |
| κλητική | ναυλαγορά | ναυλαγορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ναυλαγορά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.