ναρκοδηλητηρίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναρκοδηλητηρίαση | οι | ναρκοδηλητηριάσεις |
| γενική | της | ναρκοδηλητηρίασης* | των | ναρκοδηλητηριάσεων |
| αιτιατική | τη | ναρκοδηλητηρίαση | τις | ναρκοδηλητηριάσεις |
| κλητική | ναρκοδηλητηρίαση | ναρκοδηλητηριάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ναρκοδηλητηριάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
νάρκ(η) + -ο- + δηλητηρίαση
Προφορά
- ΔΦΑ : /naɾ.ko.ði.li.tiˈɾi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναρ‐κο‐δη‐λη‐τη‐ρί‐α‐ση
Μεταφράσεις
ναρκοδηλητηρίαση
|
→ δείτε τη λέξη ναρκωτισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.