νάσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νάσσω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

νάσσω

  1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
    πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
    Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι, | έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα, | και πάτησε το χώμα γύρω τους. Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, | με πόση τάξη τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. γεμίζω κάτι πλήρως
  3. (στην παθητική φωνή) είμαι γεμάτος
      1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Α, 337
    συνεισπίπτει δὲ τοῖς πολεμίοις εἴσω, καὶ πᾶσα μὲν ὁπλιτῶν οἰκία νένακτο, τὰ τέγη δ' ἦν ὕπερθεν ἀμυνομένων κατάπλεα.
  4. συσσωρεύω - στοιβάζω / συσσωρεύομαι
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 5 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἔναττον οὖν οἱ παῖδες εἰς τὰς εὐτυχεῖς σπυρίδας, ἕως ἐσάλπισε τὸ εἰωθὸς τοῦ τελευταίου δείπνου σημεῖον·
    Τότε τα παιδιά (οι υπηρέτες) άρχισαν να στοιβάζουν τα πλούσια καλάθια μας μέχρι που σάλπισε το σύνθημα για το τέλος του συμποσίου.

  • αττικός τύπος: νάττω

Σύνθετα

  • διανάσσω
  • ἐννάσσω
  • ἐπινάσσω
  • κατανάσσω
  • συννάσσω

Συγγενικά

  • νάγμα
  • νακτός
  • ναστίσκος
  • ναστός
  • ναστοκόπος
  • ναστότης
  • ναστοφαγέω
  • ναστοφάγος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.