μωαμεθανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μωαμεθανή οι μωαμεθανές
      γενική της μωαμεθανής των μωαμεθανών
    αιτιατική τη μωαμεθανή τις μωαμεθανές
     κλητική μωαμεθανή μωαμεθανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μωαμεθανή < μωαμεθαν(ός) +

Ουσιαστικό

μωαμεθανή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.