μυττωτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυττωτός οἱ μυττωτοί
      γενική τοῦ μυττωτοῦ τῶν μυττωτῶν
      δοτική τῷ μυττωτ τοῖς μυττωτοῖς
    αιτιατική τὸν μυττωτόν τοὺς μυττωτούς
     κλητική ! μυττωτέ μυττωτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυττωτώ
γεν-δοτ τοῖν  μυττωτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυττωτός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μυττωτός αρσενικό (& μυσωτός & ιωνικός τύπος μυσσωτός)

  1. (γαστρονομία) έδεσμα που παρασκευάζεται με ζύμη που περιέχει ανακατεμένα διάφορα υλικά, όπως τυρί, μέλι, σκόρδο κ.ά.
      οἴμοι τάλας μυττωτὸν ὅσον ἀπώλεσα (Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 174)
      αἰτίαι δὲ δυσεντερίης μυρίαι, ἐπίκαιροι δὲ, ἀπεψίαι , ψύξιες συνεχέες, δριμέων πρόσαρσις, μυττωτῶν, κρομμύου αὐτοῦ, σκορόδου, κρεῶν παλαιῶν δριμέων ἐδωδή. (Αρεταίος, Περί δυσεντερίης, 2,9)
      Ἱππῶνάξ φησί που· θύννον τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος, ὥσπερ Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος, κατέφαγεν. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί (επιτομή), 2, 1, 136)
    (γαστρονομία) είδος σκορδαλιάς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.